- ἐμπαιστός
- ἐμπαισ-τός, όν,A embossed, Eust.1357.40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπαιστός — ή, ό και έμπαιστος, η, ο (Μ ἐμπαιστός, ον) (για μετάλλινα διακοσμητικά στοιχεία σε μετάλλινα αγγεία ή ποτήρια) προσαρμοσμένος με σφυρηλάτηση … Dictionary of Greek
ἐμπαιστόν — ἐμπαιστός embossed masc/fem acc sg ἐμπαιστός embossed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)